Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
πάντιν
παντλήμων
παντοβαρής
παντοβίης
παντογένεθλος
παντογήρως
παντογόνος
παντοδαής
παντοδαπῇ
View word page
παντιβόλος
having cut all its teeth

ShortDef

having cut all its teeth

Debugging

Headword:
παντιβόλος
Headword (normalized):
παντιβόλος
Headword (normalized/stripped):
παντιβολος
IDX:
65167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65168
Key:

Data

{'content': 'having cut all its teeth'}