Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
πάντιν
παντλήμων
παντοβαρής
παντοβίης
παντογένεθλος
View word page
παντευχία
in full array

ShortDef

in full array

Debugging

Headword:
παντευχία
Headword (normalized):
παντευχία
Headword (normalized/stripped):
παντευχια
IDX:
65163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65164
Key:

Data

{'content': 'in full array'}