Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
πάντιν
View word page
παντεπίσκοπος
all-surveying

ShortDef

all-surveying

Debugging

Headword:
παντεπίσκοπος
Headword (normalized):
παντεπίσκοπος
Headword (normalized/stripped):
παντεπισκοπος
IDX:
65159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65160
Key:

Data

{'content': 'all-surveying'}