Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
View word page
παντενέργητος
source of all activity

ShortDef

source of all activity

Debugging

Headword:
παντενέργητος
Headword (normalized):
παντενέργητος
Headword (normalized/stripped):
παντενεργητος
IDX:
65158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65159
Key:

Data

{'content': 'source of all activity'}