Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντάσπορος
πανταυγής
πανταχῆ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
View word page
παντέλειος
in pure perfection

ShortDef

in pure perfection

Debugging

Headword:
παντέλειος
Headword (normalized):
παντέλειος
Headword (normalized/stripped):
παντελειος
IDX:
65155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65156
Key:

Data

{'content': 'in pure perfection'}