Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντάσκιος
παντάσπορος
πανταυγής
πανταχῆ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
View word page
παντέλεια
consummation

ShortDef

consummation

Debugging

Headword:
παντέλεια
Headword (normalized):
παντέλεια
Headword (normalized/stripped):
παντελεια
IDX:
65154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65155
Key:

Data

{'content': 'consummation'}