Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάνταρχος
παντάρχων
παντάσκιος
παντάσπορος
πανταυγής
πανταχῆ
πανταχόθεν
πανταχοῖ
πανταχόσε
πανταχοῦ
πανταχῶς
παντειδήμων
παντέλεια
παντέλειος
παντελειόω
παντελής
παντενέργητος
παντεπίσκοπος
παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
View word page
πανταχῶς
in all ways, altogether

ShortDef

in all ways, altogether

Debugging

Headword:
πανταχῶς
Headword (normalized):
πανταχῶς
Headword (normalized/stripped):
πανταχως
IDX:
65152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65153
Key:

Data

{'content': 'in all ways, altogether'}