Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παντάγαθον
παντάγαθος
παντάδικος
παντάδουσα
πανταεθνής
παντάθλιος
πανταίολος
παντακύριος
παντάλας
πανταληθής
παντάπασι
παντάπρωτος
παντάρβη
πανταρβής
παντάρετος
παντάριστος
πανταρκής
παντάρχας
πανταρχέω
παντάρχης
πανταρχία
View word page
παντάπασι
all in all, altogether, wholly, absolutely
ShortDef
all in all, altogether, wholly, absolutely
Debugging
Headword:
παντάπασι
Headword (normalized):
παντάπασι
Headword (normalized/stripped):
πανταπασι
IDX:
65131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65132
Key:
Data
{'content': 'all in all, altogether, wholly, absolutely'}