Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανσόβητος
πάνσοφος
πανσπερμηδόν
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανστρατιᾷ
πανσυδί
πανσυδίᾳ
πανσυδίῃ
πάνσυρτος
πανσχήμων
πανσώτειρα
παντάγαθον
παντάγαθος
παντάδικος
παντάδουσα
πανταεθνής
παντάθλιος
πανταίολος
παντακύριος
View word page
πάνσυρτος
swept all together

ShortDef

swept all together

Debugging

Headword:
πάνσυρτος
Headword (normalized):
πάνσυρτος
Headword (normalized/stripped):
πανσυρτος
IDX:
65118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65119
Key:

Data

{'content': 'swept all together'}