Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
πανσέληνος
πάνσεμνος
πανσεμνοστομέω
πάνσεπτος
πανσκαφία
πάνσκιος
πάνσκοπος
πάνσμικρος
πανσόβητος
πάνσοφος
πανσπερμηδόν
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανστρατιᾷ
πανσυδί
πανσυδίᾳ
πανσυδίῃ
πάνσυρτος
View word page
πανσόβητος
readily impelled

ShortDef

readily impelled

Debugging

Headword:
πανσόβητος
Headword (normalized):
πανσόβητος
Headword (normalized/stripped):
πανσοβητος
IDX:
65108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65109
Key:

Data

{'content': 'readily impelled'}