Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάνρυτος
πανσαγία
Πάνσας
πανσέβαστος
πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
πανσέληνος
πάνσεμνος
πανσεμνοστομέω
πάνσεπτος
πανσκαφία
πάνσκιος
πάνσκοπος
πάνσμικρος
πανσόβητος
πάνσοφος
πανσπερμηδόν
πανσπερμία
πάνσπερμος
πανστρατιά
πανστρατιᾷ
View word page
πανσκαφία
digging pits for planting
ShortDef
digging pits for planting
Debugging
Headword:
πανσκαφία
Headword (normalized):
πανσκαφία
Headword (normalized/stripped):
πανσκαφια
IDX:
65104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65105
Key:
Data
{'content': 'digging pits for planting'}