Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
πάνρυτος
πανσαγία
Πάνσας
πανσέβαστος
πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
πανσέληνος
πάνσεμνος
πανσεμνοστομέω
πάνσεπτος
πανσκαφία
πάνσκιος
πάνσκοπος
πάνσμικρος
πανσόβητος
πάνσοφος
View word page
πανσεληνιακός
of or at the full moon

ShortDef

of or at the full moon

Debugging

Headword:
πανσεληνιακός
Headword (normalized):
πανσεληνιακός
Headword (normalized/stripped):
πανσεληνιακος
IDX:
65099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65100
Key:

Data

{'content': 'of or at the full moon'}