Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
πάνρυτος
πανσαγία
Πάνσας
πανσέβαστος
πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
πανσέληνος
πάνσεμνος
πανσεμνοστομέω
πάνσεπτος
πανσκαφία
πάνσκιος
πάνσκοπος
πάνσμικρος
πανσόβητος
View word page
πανσεληνιάζω
to be at the full moon

ShortDef

to be at the full moon

Debugging

Headword:
πανσεληνιάζω
Headword (normalized):
πανσεληνιάζω
Headword (normalized/stripped):
πανσεληνιαζω
IDX:
65098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65099
Key:

Data

{'content': 'to be at the full moon'}