Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
πάνρυτος
πανσαγία
Πάνσας
πανσέβαστος
πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
πανσέληνος
View word page
πανοῦχος
of a torch
ShortDef
of a torch
Debugging
Headword:
πανοῦχος
Headword (normalized):
πανοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πανουχος
IDX:
65090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65091
Key:
Data
{'content': 'of a torch'}