Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
πάνρυτος
πανσαγία
Πάνσας
πανσέβαστος
πανσεληνιάζω
πανσεληνιακός
View word page
πανούσιος
constituting universal substance
ShortDef
constituting universal substance
Debugging
Headword:
πανούσιος
Headword (normalized):
πανούσιος
Headword (normalized/stripped):
πανουσιος
IDX:
65089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65090
Key:
Data
{'content': 'constituting universal substance'}