Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
πάνρυτος
πανσαγία
View word page
πανουργικόν
gallows

ShortDef

gallows

Debugging

Headword:
πανουργικόν
Headword (normalized):
πανουργικόν
Headword (normalized/stripped):
πανουργικον
IDX:
65085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65086
Key:

Data

{'content': 'gallows'}