Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
πανόψιος
πάνριζος
View word page
πανούργημα
a knavish trick, villany

ShortDef

a knavish trick, villany

Debugging

Headword:
πανούργημα
Headword (normalized):
πανούργημα
Headword (normalized/stripped):
πανουργημα
IDX:
65083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65084
Key:

Data

{'content': 'a knavish trick, villany'}