Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
Πάνοψ
View word page
πανουργεύομαι
to be falsified

ShortDef

to be falsified

Debugging

Headword:
πανουργεύομαι
Headword (normalized):
πανουργεύομαι
Headword (normalized/stripped):
πανουργευομαι
IDX:
65081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65082
Key:

Data

{'content': 'to be falsified'}