Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
πανοῦχος
View word page
πανούργευμα
wonderful feats

ShortDef

wonderful feats

Debugging

Headword:
πανούργευμα
Headword (normalized):
πανούργευμα
Headword (normalized/stripped):
πανουργευμα
IDX:
65080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65081
Key:

Data

{'content': 'wonderful feats'}