Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
πανουργικόν
πανουργιππαρχίδης
πανοῦργος
πανούριος
πανούσιος
View word page
πανουκλίζω
panucula
ShortDef
panucula
Debugging
Headword:
πανουκλίζω
Headword (normalized):
πανουκλίζω
Headword (normalized/stripped):
πανουκλιζω
IDX:
65079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65080
Key:
Data
{'content': 'panucula'}