Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανομφαῖος
Πανοπηΐς
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
πανουργέω
πανούργημα
πανουργία
View word page
πάνος
[f.l.]

ShortDef

[f.l.]

Debugging

Headword:
πάνος
Headword (normalized):
πάνος
Headword (normalized/stripped):
πανος
IDX:
65074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65075
Key:

Data

{'content': '[f.l.]'}