Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
Πανοπηΐς
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
πανοσπρία
πανουκλίζω
πανούργευμα
πανουργεύομαι
View word page
πάνοπτος
seen of all, fully visible
ShortDef
seen of all, fully visible
Debugging
Headword:
πάνοπτος
Headword (normalized):
πάνοπτος
Headword (normalized/stripped):
πανοπτος
IDX:
65071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65072
Key:
Data
{'content': 'seen of all, fully visible'}