Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανοικτιστής
πανοίμοι
πανόλβιος
Πανόληπτος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
Πανοπηΐς
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
Πάνορμος
πάνος
πανός
πανός2
πανόσμεος
View word page
πανοπλίτης
a man in full armour

ShortDef

a man in full armour

Debugging

Headword:
πανοπλίτης
Headword (normalized):
πανοπλίτης
Headword (normalized/stripped):
πανοπλιτης
IDX:
65067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65068
Key:

Data

{'content': 'a man in full armour'}