Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάνοιζυς
πανοικεσίᾳ
πανοικία
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοικτιστής
πανοίμοι
πανόλβιος
Πανόληπτος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
Πανοπηΐς
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
πάνορμος
View word page
πανόμματος
all-eyed

ShortDef

all-eyed

Debugging

Headword:
πανόμματος
Headword (normalized):
πανόμματος
Headword (normalized/stripped):
πανομματος
IDX:
65062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65063
Key:

Data

{'content': 'all-eyed'}