Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανόδυρτος
πάνοιζυς
πανοικεσίᾳ
πανοικία
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοικτιστής
πανοίμοι
πανόλβιος
Πανόληπτος
πανομιλεί
πανόμματος
πανόμοιος
πανομφαῖος
Πανοπηΐς
πανοπλία
πανοπλίτης
πάνοπλος
πανοπλότατος
πανόπτης
πάνοπτος
View word page
πανομιλεί
in whole troops

ShortDef

in whole troops

Debugging

Headword:
πανομιλεί
Headword (normalized):
πανομιλεί
Headword (normalized/stripped):
πανομιλει
IDX:
65061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65062
Key:

Data

{'content': 'in whole troops'}