Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παννεωτερικῶς
πάννικος
πάννος
παννυχεύω
παννυχίζω
παννυχικός
παννύχιος
παννυχίς
παννυχισμός
παννυχιστής
πάννυχος
πανόδυρτος
πάνοιζυς
πανοικεσίᾳ
πανοικία
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοικτιστής
πανοίμοι
πανόλβιος
Πανόληπτος
View word page
πάννυχος
lasting all the night

ShortDef

lasting all the night

Debugging

Headword:
πάννυχος
Headword (normalized):
πάννυχος
Headword (normalized/stripped):
παννυχος
IDX:
65050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65051
Key:

Data

{'content': 'lasting all the night'}