Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παννέφελος
παννεωτερικῶς
πάννικος
πάννος
παννυχεύω
παννυχίζω
παννυχικός
παννύχιος
παννυχίς
παννυχισμός
παννυχιστής
πάννυχος
πανόδυρτος
πάνοιζυς
πανοικεσίᾳ
πανοικία
πανοικίᾳ
πανοίκιος
πανοικτιστής
πανοίμοι
πανόλβιος
View word page
παννυχιστής
one who keeps vigil

ShortDef

one who keeps vigil

Debugging

Headword:
παννυχιστής
Headword (normalized):
παννυχιστής
Headword (normalized/stripped):
παννυχιστης
IDX:
65049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65050
Key:

Data

{'content': 'one who keeps vigil'}