Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
ἀνασκευαστικός
ἀνασκευή
ἀνασκηθής
ἀνασκησία
ἀνάσκητος
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκολόπισις
ἀνασκοπέω
ἀνασκοπή
ἀνασκυζάω
ἀνασμύχω
View word page
ἀνασκευή
pulling down: suppression

ShortDef

pulling down: suppression

Debugging

Headword:
ἀνασκευή
Headword (normalized):
ἀνασκευή
Headword (normalized/stripped):
ανασκευη
IDX:
6499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6500
Key:

Data

{'content': 'pulling down: suppression'}