Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανηγυριαρχέω
πανηγυριάρχης
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυρισμός
πανηγυριστήριον
πανηγυριστής
πανήλιος
πανῆμαρ
πανημερεύω
πανημέριος
πανήπορος
πανήρης
πανθαλής
πανθαρσής
πανθαύμαστος
πανθέατος
Πάνθεια
πάνθειος
πανθελγής
View word page
πανημερεύω
to spend the whole day

ShortDef

to spend the whole day

Debugging

Headword:
πανημερεύω
Headword (normalized):
πανημερεύω
Headword (normalized/stripped):
πανημερευω
IDX:
64996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64997
Key:

Data

{'content': 'to spend the whole day'}