Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανηβηδόν
πανηγεμών
πανηγυράζω
πανηγυριαρχέω
πανηγυριάρχης
πανηγυρίζω
πανηγυρικός
πανήγυρις
πανηγυρισμός
πανηγυριστήριον
πανηγυριστής
πανήλιος
πανῆμαρ
πανημερεύω
πανημέριος
πανήπορος
πανήρης
πανθαλής
πανθαρσής
πανθαύμαστος
πανθέατος
View word page
πανηγυριστής
one who attends a πανήγυρις
ShortDef
one who attends a πανήγυρις
Debugging
Headword:
πανηγυριστής
Headword (normalized):
πανηγυριστής
Headword (normalized/stripped):
πανηγυριστης
IDX:
64993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64994
Key:
Data
{'content': 'one who attends a πανήγυρις'}