Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
ἀνασκευαστικός
ἀνασκευή
ἀνασκηθής
ἀνασκησία
ἀνάσκητος
ἀνασκιρτάω
ἀνασκολοπίζω
ἀνασκολόπισις
ἀνασκοπέω
ἀνασκοπή
ἀνασκυζάω
View word page
ἀνασκευαστικός
destructive
ShortDef
destructive
Debugging
Headword:
ἀνασκευαστικός
Headword (normalized):
ἀνασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
ανασκευαστικος
IDX:
6498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6499
Key:
Data
{'content': 'destructive'}