Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανέορτος
πανεπάρκιος
πανεπαφροδισία
πανεπήκοος
πανεπήρατος
πανεπήτριμος
πανεπίκλοπος
πανεπίσκοπος
πανεπιστήμων
πανεπίφρων
πανεπόπτης
πανεπόρφνιος
πανεπόψιος
πανεργέτης
πανέρημος
πανέσπερος
πανέστιος
πανέσχατος
πάνετες
πανέτης
πανετήτυμος
View word page
πανεπόπτης
all-observing
ShortDef
all-observing
Debugging
Headword:
πανεπόπτης
Headword (normalized):
πανεπόπτης
Headword (normalized/stripped):
πανεποπτης
IDX:
64952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64953
Key:
Data
{'content': 'all-observing'}