Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανέξοχος
πανεορτεύω
πανέορτος
πανεπάρκιος
πανεπαφροδισία
πανεπήκοος
πανεπήρατος
πανεπήτριμος
πανεπίκλοπος
πανεπίσκοπος
πανεπιστήμων
πανεπίφρων
πανεπόπτης
πανεπόρφνιος
πανεπόψιος
πανεργέτης
πανέρημος
πανέσπερος
πανέστιος
πανέσχατος
πάνετες
View word page
πανεπιστήμων
all-knowing

ShortDef

all-knowing

Debugging

Headword:
πανεπιστήμων
Headword (normalized):
πανεπιστήμων
Headword (normalized/stripped):
πανεπιστημων
IDX:
64950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64951
Key:

Data

{'content': 'all-knowing'}