Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πανελλήνιος
πανεμφερής
πανένδοξος
πανέξαλλος
πανέξοχος
πανεορτεύω
πανέορτος
πανεπάρκιος
πανεπαφροδισία
πανεπήκοος
πανεπήρατος
πανεπήτριμος
πανεπίκλοπος
πανεπίσκοπος
πανεπιστήμων
πανεπίφρων
πανεπόπτης
πανεπόρφνιος
πανεπόψιος
πανεργέτης
πανέρημος
View word page
πανεπήρατος
all-lovely

ShortDef

all-lovely

Debugging

Headword:
πανεπήρατος
Headword (normalized):
πανεπήρατος
Headword (normalized/stripped):
πανεπηρατος
IDX:
64946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64947
Key:

Data

{'content': 'all-lovely'}