Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
ἀνασκευαστικός
ἀνασκευή
ἀνασκηθής
ἀνασκησία
ἀνάσκητος
View word page
ἀνασκαφή
digging up

ShortDef

digging up

Debugging

Headword:
ἀνασκαφή
Headword (normalized):
ἀνασκαφή
Headword (normalized/stripped):
ανασκαφη
IDX:
6492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6493
Key:

Data

{'content': 'digging up'}