Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
ἀνασκευαστικός
ἀνασκευή
ἀνασκηθής
View word page
ἀνασκάλλω
dig up
ShortDef
dig up
Debugging
Headword:
ἀνασκάλλω
Headword (normalized):
ἀνασκάλλω
Headword (normalized/stripped):
ανασκαλλω
IDX:
6490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6491
Key:
Data
{'content': 'dig up'}