Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πάνδια
πάνδικος
Πανδιονίδης
Πανδιονίς
πανδῖος
Πανδίων
πανδόκεια
πανδοκεία
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
πανδόκευσις
πανδοκεύτρια
πανδοκεύω
πανδοκέω
πάνδοκος
πανδοξία
πανδοσία
πάνδουλος
πανδοῦρα
Πανδρόσειον
πανδύναμος
View word page
πανδόκευσις
trade, activity of an innkeeper
ShortDef
trade, activity of an innkeeper
Debugging
Headword:
πανδόκευσις
Headword (normalized):
πανδόκευσις
Headword (normalized/stripped):
πανδοκευσις
IDX:
64905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64906
Key:
Data
{'content': 'trade, activity of an innkeeper'}