Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανδημία
πανδήμιος
πάνδημος
Πάνδια
πάνδικος
Πανδιονίδης
Πανδιονίς
πανδῖος
Πανδίων
πανδόκεια
πανδοκεία
πανδοκεῖον
πανδοκεύς
πανδόκευσις
πανδοκεύτρια
πανδοκεύω
πανδοκέω
πάνδοκος
πανδοξία
πανδοσία
πάνδουλος
View word page
πανδοκεία
trade of an innkeeper

ShortDef

trade of an innkeeper

Debugging

Headword:
πανδοκεία
Headword (normalized):
πανδοκεία
Headword (normalized/stripped):
πανδοκεια
IDX:
64902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64903
Key:

Data

{'content': 'trade of an innkeeper'}