Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγνωστί
ἄγνωστος
ἄγξις
ἀγόγγυστος
ἀγοήτευτος
ἀγόμφιος
ἀγόνατος
ἀγονέω
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
View word page
ἄγοος
unmourned

ShortDef

unmourned

Debugging

Headword:
ἄγοος
Headword (normalized):
ἄγοος
Headword (normalized/stripped):
αγοος
IDX:
648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-649
Key:

Data

{'content': 'unmourned'}