Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
ἀνασκευαστικός
View word page
ἀνασκαίρω
hop

ShortDef

hop

Debugging

Headword:
ἀνασκαίρω
Headword (normalized):
ἀνασκαίρω
Headword (normalized/stripped):
ανασκαιρω
IDX:
6488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6489
Key:

Data

{'content': 'hop'}