Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
ἀνασκεπτέον
ἀνασκευάζω
ἀνασκευασμός
ἀνασκευαστέον
View word page
ἀνασίτησις
loading with wheat

ShortDef

loading with wheat

Debugging

Headword:
ἀνασίτησις
Headword (normalized):
ἀνασίτησις
Headword (normalized/stripped):
ανασιτησις
IDX:
6487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6488
Key:

Data

{'content': 'loading with wheat'}