Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανάριστος
πανάρκεια
πανάρκετος
παναρκής
παναρμόνιος
παναρχαϊκός
πάναρχος
πανάρχων
πανασκηθής
πανασμένως
πανασφάλιος
πανατρεκής
παναύγεια
παναυγής
πανάϋπνος
παναφανής
παναφῆλιξ
πανάφθιτος
πανάφθονος
πανάφυκτος
πανάφυλλος
View word page
πανασφάλιος
giving security

ShortDef

giving security

Debugging

Headword:
πανασφάλιος
Headword (normalized):
πανασφάλιος
Headword (normalized/stripped):
πανασφαλιος
IDX:
64860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64861
Key:

Data

{'content': 'giving security'}