Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
ἀνασκεδάννυμι
View word page
ἀνασιλλιάομαι
wear the hair bristling up

ShortDef

wear the hair bristling up

Debugging

Headword:
ἀνασιλλιάομαι
Headword (normalized):
ἀνασιλλιάομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασιλλιαομαι
IDX:
6483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6484
Key:

Data

{'content': 'wear the hair bristling up'}