Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
ἀνασκαφή
View word page
ἀνασθμαίνω
breathe with difficulty

ShortDef

breathe with difficulty

Debugging

Headword:
ἀνασθμαίνω
Headword (normalized):
ἀνασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ανασθμαινω
IDX:
6482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6483
Key:

Data

{'content': 'breathe with difficulty'}