Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
ἀνασκάλλω
ἀνασκάπτω
View word page
ἀνάσηψις
wasting disease
ShortDef
wasting disease
Debugging
Headword:
ἀνάσηψις
Headword (normalized):
ἀνάσηψις
Headword (normalized/stripped):
ανασηψις
IDX:
6481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6482
Key:
Data
{'content': 'wasting disease'}