Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
ἀνασκαίρω
ἀνασκαλεύω
View word page
ἀνασεύω
rushed up
ShortDef
rushed up
Debugging
Headword:
ἀνασεύω
Headword (normalized):
ἀνασεύω
Headword (normalized/stripped):
ανασευω
IDX:
6479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6480
Key:
Data
{'content': 'rushed up'}