Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγνωσία
ἀγνωστί
ἄγνωστος
ἄγξις
ἀγόγγυστος
ἀγοήτευτος
ἀγόμφιος
ἀγόνατος
ἀγονέω
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
View word page
ἄγονος
unborn, sterile

ShortDef

unborn, sterile

Debugging

Headword:
ἄγονος
Headword (normalized):
ἄγονος
Headword (normalized/stripped):
αγονος
IDX:
647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-648
Key:

Data

{'content': 'unborn, sterile'}