Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πανάγρετος
παναγρεύς
πανάγριος
πάναγρον
πάναγρος
πανάγρυπνος
πανάγυρις
πανάεθλος
παναεικής
παναεργής
πανάζωστος
παναθέσμιος
πανάθεστος
Παναθήναια
Παναθηναϊκός
Παναθηναΐς
Παναθηναϊσταί
πανάθλιος
παναιγλήεις
παναίδοιος
πάναιθος
View word page
πανάζωστος
unarmed
ShortDef
unarmed
Debugging
Headword:
πανάζωστος
Headword (normalized):
πανάζωστος
Headword (normalized/stripped):
παναζωστος
IDX:
64790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64791
Key:
Data
{'content': 'unarmed'}