Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
ἀνασίτησις
View word page
ἀνασελγαίνομαι
behave wantonly

ShortDef

behave wantonly

Debugging

Headword:
ἀνασελγαίνομαι
Headword (normalized):
ἀνασελγαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
ανασελγαινομαι
IDX:
6477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6478
Key:

Data

{'content': 'behave wantonly'}