Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄναρχος
ἀνασαλεύω
ἀνασάξιμον
ἀνασάττω
ἀνασβέννυμι
ἀνασειράζω
ἀνάσεισις
ἀνασεισίφαλλος
ἀνασεισμός
ἀνασειστικός
ἀνασείω
ἀνασελγαίνομαι
ἀνασεύομαι
ἀνασεύω
ἀνασηκόω
ἀνάσηψις
ἀνασθμαίνω
ἀνασιλλιάομαι
ἀνάσιλλος
ἀνάσιμος
ἀνασιμόω
View word page
ἀνασείω
to shake back, swing to and fro, move up and down

ShortDef

to shake back, swing to and fro, move up and down

Debugging

Headword:
ἀνασείω
Headword (normalized):
ἀνασείω
Headword (normalized/stripped):
ανασειω
IDX:
6476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6477
Key:

Data

{'content': 'to shake back, swing to and fro, move up and down'}